- ἐξοίδησις
- ἐξοίδησιςswellingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξοίδησιν — ἐξοίδησις swelling fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξοίδηση — η (AM ἐξοίδησις) [εξοιδαίνω] παθολογική αύξηση τού όγκου τμήματος τού σώματος … Dictionary of Greek
ἐξοιδήσεως — ἐξοιδήσεω̆ς , ἐξοίδησις swelling fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοιδήσῃ — ἐξοιδήσηι , ἐξοίδησις swelling fem dat sg (epic) ἐξοιδέω swell aor subj mid 2nd sg ἐξοιδέω swell aor subj act 3rd sg ἐξοιδέω swell fut ind mid 2nd sg ἐξοιδέω swell aor subj mid 2nd sg ἐξοιδέω swell aor subj act 3rd sg ἐξοιδέω swell fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)